- κηροχάραξη
- η τεχνολ. η χάραξη σχεδίων ή γραμμάτων πάνω σε μεταλλική πλάκα η οποία έχει επιστρωθεί με λεπτό στρώμα κεριού, με σκοπό τη δημιουργία φόρμας για εκτύπωση με τη μέθοδο τής γαλβανοπλαστικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + χάραξη (< χαράσσω)].
Dictionary of Greek. 2013.