κηροχάραξη

κηροχάραξη
η τεχνολ. η χάραξη σχεδίων ή γραμμάτων πάνω σε μεταλλική πλάκα η οποία έχει επιστρωθεί με λεπτό στρώμα κεριού, με σκοπό τη δημιουργία φόρμας για εκτύπωση με τη μέθοδο τής γαλβανοπλαστικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + χάραξη (< χαράσσω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… …   Dictionary of Greek

  • κηρόχυτος — η, ο (Α κηρόχυτος, ον) ο κατασκευασμένος από χυτό κερί νεοελλ. φρ. «κηρόχυτες γραμμές» α) οι γραμμές τών τσιγκογραφικών πλακών που κατασκευάζονται με κηροχάραξη β) οι γραμμές που αποτελούν το σχέδιο τού υφάσματος μπατίκ το οποίο πρόκειται να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”